δόκιον

δόκιον
δοκέω
expect
imperf ind act 3rd pl (doric)
δοκέω
expect
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δοκίον — δοκίον, το (Α) η δοκίς …   Dictionary of Greek

  • υποδόκιος — ον, Α (μόνον το ουδ. ως ουσ.) τὸ ὑποδόκιον (κατά τον Ησύχ.) μικρή δοκός η οποία υποστηρίζει τα κεντρικά δοκάρια τής στέγης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δοκίον (< δοκός)] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοδόκιον — τὸ, ΜΑ δοκός από κορμό φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + δοκίον (< δοκός)] …   Dictionary of Greek

  • δοκία — δοκίᾱ , δοκίας masc nom/voc/acc dual δοκίας masc voc sg δοκίᾱ , δοκίας masc voc sg (attic) δοκίᾱ , δοκίας masc gen sg (doric aeolic) δοκίας masc nom sg (epic) δοκίον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίοις — δοκέω expect pres opt act 2nd sg (doric) δοκίον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκίων — δοκέω expect pres part act masc nom sg (doric) δοκίον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”